τίτλος : Η Ελένη των ποιητών
Σύνδεσμος : Η Ελένη των ποιητών
Η Ελένη των ποιητών
προκειμένου να κλέψει την Ομορφιά, από εκείνους που την απολαμβάνουν κατά λάθος;
Αυτή θα ήταν ασφαλώς η η σπίθα της έμπνευσης του Τυφλού Ποιητή για την Ελένη του,
που του επιδικάστηκε [από τις Μούσες ή από τη Μοίρα;] να την υμνήσει.
Ωστόσο τυφλός ο ίδιος, δεν μπόρεσε να την αντικρίσει ποτέ,.
Όπως και ο Ήλιος ποτέ του δεν θα αντικρίσει τη δική του μούσα.
Τη Νύχτα...
Ελένη, του Οδυσσέα Ελύτη
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός;
Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα;
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας
κι είμαστε – σα να πέρασε μέσα μας η ομίχλη –
μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου.
Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούργια οδύνη.
Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχεις
μια που υπάρχει αλλού ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερη
να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μας.
Μια που υπάρχει αλλού
Καταπράσινη πεδιάδα πέρ’ από το γέλιο σου ως τον ήλιο
λέγοντάς του εμπιστευτικά πως θα ξανασυναντηθούμε πάλι.
Όχι δεν είναι ο θάνατος που θ’ αντιμετωπίσουμε
παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής
ένα θολό συναίσθημα
η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες στις ψυχές μας
που όσο παν κι απομακρύνονται.
Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας
κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου
το φως στον άσπιλο ουρανό
κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική
διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμα.
Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπώρου ο χωρισμός
το πικρό στήριγμα του αγκώνα στην ανάμνηση
που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως.
Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη
που δε βλέπει τίποτε
γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπημα του μεγάλου
ρολογιού στον τοίχο
γιατί έγινε κιόλας
ποίημα στίχος μ’ άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυα και λόγια.
Λόγια όχι σαν τ’ άλλα μα κι αυτά μ’ ένα μοναδικό τους προορισμόν : Εσένα!

Μια χίμαιρα λοιπόν η κάθε Ελένη;
Μια ιδιοτροπία των ανδρών, που την περιγελάει ο γερο-Χρόνος;
Όχι μην σταματάτε τα κουπιά, ενόσω πλησιάζουμε στη χώρα του Μενέλαου
Μην κατεβάζετε πανιά, νομίζοντας πως γίνατε σοφότεροι επειδή τάχα μου μάθατε, ότι γερνούν
και οι Ελένες...
Αν σταματήσουμε εδώ στη μέση του πελάγους,
όντας σοφοί σαν γέροντες που είδαν κι άκουσαν πολλά, τότε τι να τα κάνωμε τα γηρατειά μας;
Αφού κανένας από μας δεν θα έχει πια να αφηγηθεί κάποια ιστορία, για Τροίες και για Ελένες
Ελένη, του Γιώργου Σεφέρη
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,
σύ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές
αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.
Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
βήματα και χειρονομίες. δε θα τολμούσα να πω φιλήματα.
και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες των ανθρώπων
ή των θεών.
η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα
μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι.
Το φεγγάρι
βγήκε απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη.
σκέπασε τ’ άστρα του Τοξότη, τώρα πάει να ‘βρει
την καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ’ αλλάζει.
Πού είναι η αλήθεια;
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης.
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.
Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσό τους-ποιος θα το ‘λεγε-η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου. την άγγιξα, μου μίλησε:
«Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε.
«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».
Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα.
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία-ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα
ατόφιο.
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια .
Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης.
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.
Κι ο αδερφός μου;
Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,
τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι Δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών.
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.

Ελένες λοιπόν...
Και μήλα κατακόκκινα που μας τα έκλεψε μια Αφροδίτη.
Χίμαιρες πολλές, διαψευσμένες προσδοκίες και μια γεύση νοσταλγίας στα κουρασμένα μας
ψέμματα.
Ας είναι καλά οι ποιητές και οι Ελένες τους.
Χωρίς αυτές, ίσως να είμεθα κι εμείς απλά σημεία στίξεως σε μια ανορθογραφία των ονείρων
Ελένη, του Γ. Μανουσάκη
Περπάτησα έξι μέρες ώσπου να ’ρθω
στην πύλη αυτού του παλατιού.
Ήθελα ν’ αντικρίσω μια φοράν εκείνη
που η ομορφιά της θόλωσε τα φρένα
τόσων παλικαριών και γέμισε με θρήνους
τις χώρες της Ελλάδας και την Τροία.
Βαρέθηκα πια να μετρώ τις μέρες
που σέρνομαι εδώ γύρω. Δούλες πονόψυχες
μου δίνουν πότε – πότε λίγο φαΐ
και δούλοι βλοσυροί με διώχνουν,
με χτυπούν με τα ραβδιά τους.
Μα εγώ όλο και ξαναγυρίζω προσδοκώντας
να ιδώ τον ήλιο που θα μου θαμπώσει τα μάτια.
Σήμερα το πρωί δε βάσταξα
και ρώτησα την πιο γριά υπηρέτρα
γιατί δε βγαίνει η Ελένη απ’ το παλάτι
να λάμψει η πόλη, να χαρούν οι ανθρώποι
το θείο δώρο της μορφής της. Γέλασε
εκείνη ένα στριγγό κακόηχο γέλιο
και μου ’πε: «Ποιαν Ελένη θέλεις
να δεις; Σ’ ένα δωμάτιο με κλειστά
τα παραθύρια, δίχως τους καθρέφτες της,
μακριά απ’ τον κόσμο, ζει μια γυναίκα
όμοια μ’ εμένα. Άσπρα μαλλιά, στόμα
ξεδοντιασμένο, σακκουλιασμένα μάτια
δίχως λάμψη, κι η σάρκα πλαδαρή, νερου-
λιασμένη. Έξω δε βγαίνει
και κανένα πια δε θέλει να δεί. Εγώ μόνο
μπαίνω στο μισοσκότεινο δωμάτιο
και τη φροντίζω.
Ξένε, δε συλλογίστηκες
σαν πόσα χρόνια να ’χουν περάσει
απ’ όταν άρχισε ο πόλεμος της Τροίας.»
ΠΗΓΗ
Έτσι, το άρθρο Η Ελένη των ποιητών
δηλαδή όλα τα άρθρα Η Ελένη των ποιητών Αυτή τη φορά, ελπίζουμε ότι μπορεί να προσφέρει οφέλη σε όλους σας. Εντάξει, μπορείτε να δείτε σε μια θέση σε άλλα άρθρα.
Μπορείτε τώρα να διαβάσετε το άρθρο Η Ελένη των ποιητών η διεύθυνση του συνδέσμου https://voiceinformation.blogspot.com/2019/02/blog-post_342.html
0 Response to "Η Ελένη των ποιητών"
Δημοσίευση σχολίου